- υπερηδεως
- ὑπερηδέωςὑπερ-ηδέως(superl. ὑπερήδιστα) с величайшим удовольствием Xen., Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπερηδέως — Α επίρρ. βλ. ὑπέρηδυς … Dictionary of Greek
ὑπερηδέως — ὑπέρηδυς exceedingly sweet adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρηδυς — υ, Α γλυκύτατος, πάρα πολύ ευχάριστος. επίρρ... ὑπερηδέως Α με εξαιρετικά μεγάλη ευχαρίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἡδύς «γλυκός, ευχάριστος»] … Dictionary of Greek